καλαμίτα

καλαμίτα
η (Μ καλαμίτα)
νεοελλ.
κοινή ονομασία τής μαγνητικής βελόνας τής πυξίδας
μσν.
φρ. «πέτρα καλαμίτα» — βράχος με σιδηρούχο μετάλλευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calamita].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”